ἐμπειρική

ἐμπειρική
ἐμπειρικός
experienced
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐμπειρικῇ — ἐμπειρικός experienced fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγελικό οξύ — Εμπειρική ονομασία του ακόρεστου μονοκαρβονικού οξέος με έναν διπλό δεσμό και τύπο CH3CH = C(CH3)COOH, που, σύμφωνα με την ονοματολογία της Γενεύης, λέγεται βουτενικό οξύ. Βρίσκεται ελεύθερο στις ρίζες του φυτού αγγελική η φαρμακευτική και με… …   Dictionary of Greek

  • τρανσφεράση — η, 1. συν. στον πληθ. οι τρανσφεράσες (βιοχ.) γενική ονομασία μιας μεγάλης τάξης ενζύμων τα οποία καταλύουν τη μεταφορά μιας ρίζας ή μιας ομάδας ατόμων από ένα μόριο σε ένα άλλο 2. φρ. α) «βουτυρική τρανσφεράση συνενζύμου Α» (βιοχ.) κοινή… …   Dictionary of Greek

  • -ίνη — κατάλ. πολλών χημικών όρων οι οποίοι αποτελούν αντιδάνειες λ. ή μεταφορές στην Ελληνική ξεν. όρων που εμφανίζουν κατάλ. ine < λατ. ina, θηλ. τής inus. Η καταλ. ίνη εμφανίζεται σε πολλές κατηγορίες, όπως: 1) στην εμπειρική ονομασία καύσιμων… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπομετρία — Η αναζήτηση όλων των αναγκαίων και δυνατών μεθόδων για να γίνει όσο μπορεί πιο αντικειμενική η περιγραφή της ανθρώπινης μορφής. Την α. ως σύγχρονο επιστημονικό κλάδο εγκαινίασε ο Βέλγος Αντόλφ Κετελέ (1796 1874) με τη θεωρία του περίμέσου… …   Dictionary of Greek

  • διάγραμμα — Όρος που χαρακτηρίζει έναν τρόπο παράστασης μιας πραγματικής συνάρτησης, μιας πραγματικής μεταβλητής. Η παράσταση αυτή γίνεται συνηθέστερα κατά γεωμετρικό τρόπο. Είναι γνωστά κυρίως το καρτεσιανό δ. και το πολικό δ. μιας συνάρτησης του είδους που …   Dictionary of Greek

  • εμπειρικός — Επώνυμο οικογένειας εφοπλιστών από την Άνδρο. 1. Γεώργιος (1875 – 1945). Ξεκίνησε την εφοπλιστική του δραστηριότητα στη Ρουμανία. Το 1906 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου ασχολήθηκε με ναυτιλιακές και βιομηχανικές επιχειρήσεις. Το 1922 διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • παρατήρηση — η / παρατήρησις, ήσεως, ΝΜΑ [παρατηρώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατηρώ 2. η ένταση τής προσοχής, προσεκτική παρακολούθηση («παρατήρηση τής αλληλουχίας τών γεγονότων») 3. γραμμ. ό,τι σημειώνει, εξετάζει ή σχολιάζει κανείς («ἐκεῑνα… …   Dictionary of Greek

  • Γκασέντ, Πιερ — (Pierre Gassend, Σαντερσιέ, Προβηγκία 1592 – Παρίσι 1655).Γάλλος μαθηματικός και φιλόσοφος. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως ιερέας στην Ντιν, ενώ αργότερα δίδαξε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Εξ (1616 22). Κατά τη διάρκεια μιας μακρόχρονης… …   Dictionary of Greek

  • εμπειριοκριτικισμός — ο (φιλοσ.), θεωρία που δέχεται ότι η μοναδική αλήθεια και πραγματικότητα είναι οι αισθήσεις, ενώ η σκέψη είναι μια επεξεργασία και φυσικά μια παραμόρφωση της αλήθειας, η εμπειρική κυριαρχία, η εμπειρική κρισιαρχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”